- αμφάδην
- ἀμφάδην επίρρ. (Α)βλ. ἀμφαδόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφάδην — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… … Dictionary of Greek